ἱπποτρόφος

ἱπποτρόφος
ἱπποτρόφ-ος, ον, (parox.)
A horse-feeding, abounding in horses, of Thrace, Hes.Op.507; of Argos, Pi.N.10.41;

πόλις B.10.114

.
II of persons, breeding and keeping race-horses, Pi.I. 4(3).32, etc.; μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ. D.18.320, cf. Plu.Them.5, Paus. 6.2.1.
2 generally, horsebreeder, POxy.2110.6(iv A.D.), Hippiatr. 34.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱπποτρόφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππότροφος — horse feeding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί ίππους και καταγίνεται με την αναπαραγωγή τους. 2. (για τόπους) αυτός που έχει άφθονους ίππους, που καλλιεργεί την ιπποπαραγωγή: Η Θεσσαλία είναι ιπποτρόφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱπποτρόφοις — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτρόφον — ἱπποτρόφος masc/fem acc sg ἱπποτρόφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτρόφου — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτρόφων — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτρόφῳ — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππότροφον — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc sg ἱππότροφος horse feeding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”